εμβολίζω

εμβολίζω
εμβολίζω, εμβόλισα βλ. πίν. 33

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εμβολίζω — 1. ανοίγω με το έμβολο 2. χτυπώ εχθρικό πλοίο με εμβολή …   Dictionary of Greek

  • εμβολίζω — εμβόλισα, μτβ., σπρώχνω ή διανοίγω με το έμβολο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”