εμβολίζω — 1. ανοίγω με το έμβολο 2. χτυπώ εχθρικό πλοίο με εμβολή … Dictionary of Greek
εμβολίζω — εμβόλισα, μτβ., σπρώχνω ή διανοίγω με το έμβολο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)